νεύρωμα

νεύρωμα
το (Α νεύρωμα)
νεοελλ.
ιατρ. σπάνιος καλοήθης όγκος που αποτελείται από νευρικά κύτταρα και νευρικές ίνες
αρχ.
ο τένοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρῶ. Η λ. ως ιατρικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. neuroma < νεύρωμα και μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πέτρινη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπιζέλι — Ποώδες φυτό, ετήσιο, της οικογένειας των λεγκουμινιδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), που, κατάγεται από την Ασία. Η επιστημονική ονομασία του είναι πίσο το εδώδιμο. Η καλλιέργειά του συνεχίζεται από την αρχαιότητα και είναι πολύ διαδεδομένη. Το μ.… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσοπτέριδα — (glossopteridae).Γένος φυτών που έχει εκλείψει. Ανήκε στην ομοταξία των πτεριδόφυτων κρυπτόγαμων. Η ονομασία του οφείλεται στα φύλλα του, που είχαν σχήμα γλώσσας με μεσαίο νεύρωμα και δευτερεύοντα νευρώματα. Ευδοκίμησε κυρίως στην περμοτριάσιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”